φιλαράκι

φιλαράκι
το, Ν
υποκορ. τ. τού φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + υποκορ. κατάλ. -αράκι (πρβλ. μηλ-αράκι, ξυλ-αράκι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δικαίου, Ελένη — (Νέα Ιωνία, Βόλος 1952 –). Λογοτέχνης. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στον ΟΤΕ (τμήμα δημοσίων σχέσεων). Άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά της χρόνια, στέλνοντας κείμενά της στο περιοδικό Η Διάπλασις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”